- κορόμετρο
- τοη ειδική συσκευή με την οποία γίνεται η κορομετρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. pupillometer < pupillo-, που αποδίδεται ως κορο- (< κόρη), + -meter (πρβλ. μέτρο)].
Dictionary of Greek. 2013.